- νάθραξ
- νάθραξ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «νάρθηξ».[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρθηξ με αντιμετάθεση τών -ρ- και -θ-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… … Dictionary of Greek